- μεσχίνος
- μεσχίνος, -η, -ον (Μ)βλ. μισκίνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισκίνος — μισκῑνος και μεσχῑνος, η, ον (Μ) 1. δυστυχισμένος, αξιολύπητος 2. ταπεινός, ξεπεσμένος, άθλιος 3. αδύναμος, ανίσχυρος, ευτελής 4. φρ. «γίνομαι μισκῑνος» ταπεινώνομαι, μειώνομαι, εξευτελίζομαι 5. ως ουσ. άνθρωπος ταλαίπωρος, δυστυχής, ξεπεσμένος.… … Dictionary of Greek